- πολυσιτια
- πολυσιτίαπολυσῑτίαἥ1) изобилие хлеба или продовольствия Xen.2) обжорство Luc.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
πολυσιτία — πολυσῑτίᾱ , πολυσιτία abundance of corn fem nom/voc/acc dual πολυσῑτίᾱ , πολυσιτία abundance of corn fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολυσιτία — ἡ Α [πολύσιτος] 1. αφθονία σίτου ή αφθονία τροφής 2. στον πληθ. αἱ πολυσιτίαι το να καταναλώνει κανείς μεγάλη ποσότητα τροφής, η πολυφαγία … Dictionary of Greek
πολυσιτίαις — πολυσῑτίαις , πολυσιτία abundance of corn fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολυσιτίαν — πολυσῑτίᾱν , πολυσιτία abundance of corn fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)